ἐπιλήψιμα

ἐπιλήψιμα
ἐπιλήψιμος
reprehensible
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αφαίμαξη — Αφαίρεση μιας ορισμένης ποσότητας αίματος (συνήθως 200 400 κ. εκ.) για θεραπευτικό σκοπό. Τεχνική γνωστή από τα πρώτα χρόνια της ιατρικής, κατέληξε, με το πέρασμα των αιώνων, να τη συνιστούν, και πολύ συχνά αδικαιολόγητα, στις πιο ποικίλες… …   Dictionary of Greek

  • φόρα — (I) Ν επίρρ. (κυρίως φρ.) α) «τά βγάζω στη φόρα [ή στα φόρα]» και «βγάζω τ άπλυτα στη φόρα» αποκαλύπτω μυστικά, συνήθως επιλήψιμα β) «φόρα το μαχαίρι» και «φόρα το κουμπούρι του» έβγαλε το μαχαίρι ή το κουμπούρι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum… …   Dictionary of Greek

  • αισχρά πρόσωπα — (λατ. personae turpes).Έτσι ονομάζονταν στο βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο τα πρόσωπα με μειωμένη κοινωνική υπόληψη. Για να χαρακτηριστεί κάποιος α.π. (έννοια ελαφρύτερη της ατιμίας) θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί για κάποια αξιόποινη πράξη (κλοπή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”